- χελιδονιά
- και χελιδρονιά, η, Νβοτ. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού κληματίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδόνι + κατάλ. -ιά (πρβλ. μηλ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χελιδονία — χελῑδονίᾱ , χελιδόνιος of the swallow fem nom/voc/acc dual χελῑδονίᾱ , χελιδόνιος of the swallow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χελιδονίᾱ , χελιδονία swallow s nest fem nom/voc/acc dual χελιδονίᾱ , χελιδονία swallow s nest fem nom/voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδονίᾳ — χελῑδονίᾱͅ , χελιδόνιος of the swallow fem dat sg (attic doric aeolic) χελιδονίᾱͅ , χελιδονία swallow s nest fem dat sg (attic doric aeolic) χελιδονίαι , χελιδονίας tunny fish masc nom/voc pl χελιδονίᾱͅ , χελιδονίας tunny fish masc dat sg (attic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδονία — ἡ, Α η χελιδονοφωλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, όνος + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
χελιδόνια — τὰ, Α βλ. χελιδόνιος … Dictionary of Greek
χελιδόνια — χελῑδόνια , χελιδόνιον celandine neut nom/voc/acc pl χελῑδόνια , χελιδόνιος of the swallow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Хелидонии — (Χελιδόνια) существовавший у древних родосцев обряд празднования прилета ласточек (Χελιδών ласточка ) в месяце боедромионе. Этот обряд, имеющий много параллелей у других народов, относился к числу календарных и принадлежал к остаткам… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ХЕЛИДОНИИ — • Χελιδόνια, весенний праздник на острове Родосе, в месяце Боедромион, когда мальчики с пением проходили по улицам и собирали дары во имя ласточки. Песню этих χελιδονισταί, по преданию, сложил один из семи мудрецов Клеобул Липдосский … Реальный словарь классических древностей
χελιδονίας — χελῑδονίᾱς , χελιδόνιος of the swallow fem acc pl χελῑδονίᾱς , χελιδόνιος of the swallow fem gen sg (attic doric aeolic) χελιδονίᾱς , χελιδονία swallow s nest fem acc pl χελιδονίᾱς , χελιδονία swallow s nest fem gen sg (attic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδόνιος — και χελιδόνειος, ον, θηλ. και ία, Α [χελιδών, όνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χελιδόνι (α. «χελιδόνιον τεῑχος» τείχος χτισμένο από χελιδόνια, Θράσυλλ. β. «χελιδόνιον μέλος» το τραγούδι τού χελιδονιού, λεξ. Σούδα) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
χελιδονίαι — χελῑδονίᾱͅ , χελιδόνιος of the swallow fem dat sg (attic doric aeolic) χελιδονίᾱͅ , χελιδονία swallow s nest fem dat sg (attic doric aeolic) χελιδονίας tunny fish masc nom/voc pl χελιδονίᾱͅ , χελιδονίας tunny fish masc dat sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)